Από τους «κοριούς» του ’80, στα «βαλιτσάκια» της ΕΥΠ και τώρα στο Predator – Οι μυστικές συμφωνίες της ελληνικής κυβέρνησης

Επί 2,5 μήνες παρακολουθούνταν το κινητό τηλέφωνο του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, στο οποίο είχε εγκατασταθεί το λογισμικό Predator της εταιρείας Cytrox που χρησιμοποιείται από μυστικές υπηρεσίες, όπως αποκάλυψε χθες σε αναλυτικό του ρεπορτάζ το Inside Story.

Σε αυτό αναφερόταν ότι επί δέκα, τουλάχιστον, εβδομάδες άγνωστοι μπορούσαν να ακούνε και να βλέπουν τα πάντα στο κινητό τηλέφωνό του στο οποίο είχε εγκατασταθεί το λογισμικό παρακολούθησης Predator (Αρπακτικό) της εταιρείας Cytrox, συμφερόντων του Ταλ Ντίλιαν, ενός πρώην διοικητή της Unit 81, της επίλεκτης μονάδας τεχνολογίας που υπάγεται στις μυστικές υπηρεσίες του ισραηλινού στρατού.

Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα: έχει προμηθευτεί το ελληνικό Δημόσιο το λογισμικό παρακολούθησης “predator”?

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνηθίζει να κάνει «μυστικές συμφωνίες» και αυτό έχει αποδειχθεί στο πολύ πρόσφατο παρελθόν με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της Palantir.

Στις 24 Μαρτίου του 2020 η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε σύμβαση με την Palantir Technologies, εταιρεία που εμπλέκεται σε μεγάλα σκάνδαλα διαχείρισης προσωπικών δεδομένων, προκειμένου να μας «βοηθήσει» -υποτίθεται- με τη διαχείριση της πανδημίας.

Μόνο που η συνεργασία αυτή ήταν μυστική, δεν δημοσιεύθηκε ποτέ στη Διαύγεια και έγινε γνωστή μετά από 7 μήνες περίπου, όταν στις 7/12/2020 η ίδια η Palantir εξέδωσε ανακοίνωση για την συνεργασία της με την ελληνική κυβέρνηση.

Η σύμβαση, που δόθηκε στη δημοσιότητα λίγες μέρες αργότερα, μετά από πιέσεις της αντιπολίτευσης, ήταν μόλις δύο σελίδες και με αντίτιμο μία «λίρα» (σ.σ. ενδεικτικά, η αρχική σύμβαση με τη Cisco για την τηλε-εκπαίδευση, που ήταν επίσης… δωρεάν, «έπιανε» 172 σελίδες).

Το πόσα και τι είδους προσωπικά δεδομένα διαχειρίστηκε και απέκτησε η Palantir στην Ελλάδα, κανείς δεν ξέρει.

Να θυμίσουμε επίσης ότι στις 7 Φεβρουαρίου 2020 ψηφίστηκε ο νόμος 4662 για τον Εθνικό Μηχανισμό Διαχείρισης Κρίσεων, στο άρθρο 53 του οποίου αναφέρεται η ειδική πίστωση απορρήτων εθνικών αναγκών στον προϋπολογισμό της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας.

Πρόκειται για ένα λογαριασμό «μυστικών κονδυλίων» που έκανε κάποιους να σπεύσουν να χαρακτηρίσουν ως… ΕΥΠ την Πολιτική Προστασία, καθώς περιγράφονται οι απόρρητες δαπάνες «εθνικής σημασίας θεωρούνται όσες συναρτώνται, ή συνδέονται αμέσως, ή εμμέσως, και αιτιωδώς με ζητήματα ασφάλειας της απρόσκοπτης λειτουργικότητας της Γ.Γ.Π.Π. στο πλαίσιο εκπλήρωσης της αποστολής της, όπως ειδικότερα εξειδικεύεται στην προάσπιση της ζωής, περιουσίας των πολιτών και διαφύλαξης του φυσικού περιβάλλοντος, η προάσπιση των οποίων ανάγεται στο επίπεδο διασφάλισης των εθνικών συμφερόντων και για τις οποίες δεν αποδίδεται λογαριασμός».

Στην πραγματικότητα το Predator είναι μία “αναβάθμιση”: από τους κοριούς και τις παρακολουθήσεις σταθερών τηλεφώνων του Θεοφάνη Τόμπρα στη δεκαετία του ’80, στα «βαλιτσάκια» της ΕΥΠ στα 00’s, τα οποία μάλιστα μίσθωναν έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών και ιδιώτες τραπεζίτες – επιχειρηματίες για να παρακολουθούν συνομιλίες σε κινητά τηλέφωνα.

Σήμερα, στην εποχή των Smartphones με τις εφαρμογές επικοινωνίας και τα social media είναι αναμενόμενο ότι και οι ελληνικές υπηρεσίες θα επεδίωκαν επιχειρησιακή αναβάθμιση (σ.σ. παλαιότερα δημοσιεύματα έλεγαν πως βολιδοσκοπούσαν το σύστημα Pegasus).

Το αν θα μίσθωναν το Predator -όπως τα βαλιτσάκια κάποτε- για δουλειές ιδιωτών, είναι ένα ζητούμενο…   

Πότε “συνδέθηκε” η ελληνική κυβέρνηση με το Predator και ο αγώνας του Θανάση Κουκάκη

Πριν από λίγους μήνες, έρευνες του Ινστιτούτου CitizenLab και του Μeta του Facebook για το μέχρι πρότινος άγνωστο λογισμικό κατασκοπείας (Predator) άφηναν ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο μεταξύ των πελατών του να συγκαταλέγεται και η ελληνική κυβέρνηση.

Το συγκεκριμένο λογισμικό μπορεί να κάνει σχεδόν τα πάντα: να τραβήξει στιγμιότυπα οθόνης, να καταγράφει τις καταχωρήσεις του χρήστη, να ενεργοποιεί το μικρόφωνο και την κάμερα της συσκευής, να καταγράφει γραπτά μηνύματα που αποστέλλονται ή λαμβάνονται (ακόμα και μέσω εφαρμογών όπως WhatsApp ή Telegram), καθώς επίσης και απλές τηλεφωνικές κλήσεις.

Ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης είχε πριν από 2 χρόνια βάσιμες υποψίες ότι μπορεί να ήταν στόχος ηλεκτρονικής παρακολούθησης από αγνώστους και γι’ αυτό, στις 12 Αυγούστου 2020, είχε απευθυνθεί στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), κάνοντας καταγγελία.

Τον Μάρτιο του 2021, με μια αντισυνταγματική τροπολογία, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη άλλαξε τους κανόνες για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών: Στέρησε από την ΑΔΑΕ τη δυνατότητα να γνωστοποιεί στους πολίτες την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους από την ΕΥΠ, αν ο λόγος της παρακολούθησής τους αφορά την εθνική ασφάλεια. Αλλαξε έναν νόμο που ίσχυε επί 27 χρόνια.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η νομοθεσία προέβλεπε ότι η ΑΔΑΕ μπορούσε να γνωστοποιεί στον θιγόμενο την άρση του απορρήτου ύστερα από 6 μήνες, είτε αυτή έγινε για διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων είτε για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Τέσσερις μήνες μετά την αλλαγή του νόμου και έναν χρόνο από την αρχική καταγγελία, η ανεξάρτητη αρχή απαντά στην πρώτη καταγγελία του Κουκάκη ότι «δεν διαπιστώθηκε κάποιο γεγονός που να συνιστά παραβίαση της κείμενης νομοθεσίας».

Μετά τη δημοσίευση των ερευνών του Citizen Lab και του Meta τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Θ. Κουκάκης θορυβήθηκε εκ νέου βλέποντας πως ανάμεσα στις ελληνικές ιστοσελίδες που έχουν στοχοποιηθεί είναι και μέσα ενημέρωσης με τα οποία συνεργαζόταν. Οπως αποδείχθηκε, η «μόλυνση» του κινητού του έγινε με ένα απλό sms που έλαβε το μεσημέρι της 12ης Ιουλίου 2021 από ελληνικό κινητό, άγνωστο σε αυτόν μέχρι και σήμερα, το οποίο πλέον είναι ανενεργό. «Θανάση γνωρίζεις για αυτό το θέμα», έγραφε το μήνυμα που συνοδευόταν από ένα link προς ένα ελληνικό ιστολόγιο. Αρκούσε ένα κλικ από μεριάς του, για να εγκατασταθεί το λογισμικό. Κατά το διάστημα 12 Ιουλίου με 24 Σεπτεμβρίου 2021, το τηλέφωνό του ήταν χακαρισμένο.

Για την παραβίαση του κινητού, ο δημοσιογράφος ενημερώθηκε στις 28 Μαρτίου 2022, όταν μετά από σχετικό αίτημα έλαβε επίσημη απάντηση από το διεπιστημονικό εργαστήριο για τον εντοπισμό ψηφιακών απειλών Citizen Lab του Πανεπιστημίου του Τορόντο, στο οποίο είχε στείλει με τη διαμεσολάβηση του Μeta όλα τα απαραίτητα στοιχεία από το κινητό του.

Ο συνάδελφος προχώρησε σε νέα καταγγελία στην ΑΔΑΕ, στις 6 Απριλίου, ζητώντας από την Αρχή να ερευνήσει ενδελεχώς την υπόθεση.

Την επίμαχη περίοδο της παρακολούθησης ο δημοσιογράφος ασχολείτο μεταξύ άλλων με θέματα, όπως η δικαστική εξέλιξη του σκανδάλου Τράπεζας Πειραιώς – Λογοθέτη, υποθέσεις αποδέσμευσης περιουσιακών στοιχείων προσώπων που κατηγορούνταν για ξέπλυμα χρήματος, συμβάσεις σχετικά με αμυντικές δαπάνες, υποθέσεις ξένων επενδυτών που απέκτησαν ξενοδοχεία στην Ελλάδα και ενισχύθηκαν από τον αναπτυξιακό νόμο, δαπάνες των υπουργείων Μετανάστευσης, της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και των υπουργείων Προ.Πο. και Δικαιοσύνης που χαρακτηρίστηκαν απόρρητες.

Σε χθεσινή του ανάρτηση, το Διεθνές Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας (IPI) δηλώνει ιδιαίτερα ανήσυχο για την υπόθεση και αναφέρει πως θα ζητήσει εξηγήσεις από την ελληνική κυβέρνηση. Ζητούμενο παραμένει, πάντως, η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου με αναδρομική ισχύ, ώστε να αποκαλυφθεί ποιοι πολίτες και δημοσιογράφοι έχουν παρακολουθηθεί για λόγους «εθνικής ασφαλείας».

www.freedomofpress.gr

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*